- προσωπαλγία
- η, Ννευραλγία τού τριδύμου η οποία προέρχεται από ψύξη ή από δύσκολη έκφυση οδόντος, ιδίως σωφρονιστήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + -αλγία* Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωπαλγικός — ή, ό, Ν [προσωπαλγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωπαλγία … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek